Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ετοιμοπαράδοτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ετοιμοπαράδοτ|ος <-η, -ο> [ɛtimɔpaˈraðɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ετοιμοπαράδοτος (προϊόν):

ετοιμοπαράδοτος
lieferbare Mengen θηλ πλ

2. ετοιμοπαράδοτος (ακίνητο):

ετοιμοπαράδοτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский