Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εσπευσμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εσπευσμέν|ος <-η, -ο> [ɛspɛvzˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. εσπευσμένος (βιαστικός):

εσπευσμένος

2. εσπευσμένος (ανάρμοστα βιαστικός):

εσπευσμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский