Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερημικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερημικ|ός <-ή, -ό> [ɛrimiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ερημικός (ασύχναστος από ανθρώπους):

ερημικός

2. ερημικός (της ερήμου):

ερημικός
Wüsten-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский