Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργολάβος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργολάβος [ɛrɣɔˈlavɔs] SUBST mf

εργολάβος
Auftragnehmer αρσ
εργολάβος οικοδομών

Παραδειγματικές φράσεις με εργολάβος

εργολάβος οικοδομών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский