Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επωμίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επωμί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛpɔˈmizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ και μτφ

επωμίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский