Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτήδειος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτήδει|ος <-α, -ο> [ɛpiˈtiðiɔs] ΕΠΊΘ

1. επιτήδειος (επιδέξιος):

επιτήδειος

2. επιτήδειος (κατάλληλος):

επιτήδειος για

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский