Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιπλέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επ|ιπλέω <-έπλευσα> [ɛpiˈplɛɔ] VERB αμετάβ

1. επιπλέω (σε υγρό):

επιπλέω

2. επιπλέω μτφ:

επιπλέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский