Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επινοώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επινο|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpinɔˈɔ] VERB μεταβ

1. επινοώ (εφευρίσκω):

επινοώ

2. επινοώ (πλάθω με το νου: ιστορία, μέθοδο κτλ):

επινοώ
sich δοτ ausdenken

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский