Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιδεκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiðɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίδρασης κτλ)

επιδεκτικός
empfänglich +γεν für
επιδεκτικός βελτιώσεως

Παραδειγματικές φράσεις με επιδεκτικός

επιδεκτικός βελτιώσεως

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский