Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επανακάμπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαν|ακάμπτω <-έκαμψα> [ɛpanaˈkamptɔ] VERB αμετάβ

επανακάμπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский