Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επάρκειά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επάρκεια [ɛˈparcia] SUBST θηλ

2. επάρκεια (καταλληλότητα):

Eignung θηλ
η επάρκειά του για αυτή τη δουλειά

3. επάρκεια (αποτελεσματικότητα):

Effizienz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский