Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εορτάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εορτάζω

εορτάζω s. γιορτάζω

Βλέπε και: γιορτάζω

I . γιορτά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jɔrˈtazɔ] VERB μεταβ/αμετάβ (πανηγυρίζω)

II . γιορτά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jɔrˈtazɔ] VERB αμετάβ ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский