Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξυπηρετικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξυπηρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛksipirɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξυπηρετικός (χρήσιμος: εργαλείο):

εξυπηρετικός

2. εξυπηρετικός (που βοηθάει):

εξυπηρετικός

3. εξυπηρετικός (άνθρωπος):

εξυπηρετικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский