Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξτρέμ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξτρέμ [ɛksˈtrɛm] SUBST αρσ (ποδοσφαιριστής)

εξτρέμ

II . εξτρέμ [ɛksˈtrɛm] ΕΠΊΘ αμετάβλ (ακραίος)

εξτρέμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский