Ελληνικά » Γερμανικά

εξοστρακί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɔstraˈcizɔ] VERB μεταβ

εξοστρακίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский