Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοπλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοπλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɔˈplizɔ] VERB μεταβ

1. εξοπλίζω (εφοδιάζω με όπλα):

εξοπλίζω με

2. εξοπλίζω μτφ (εφοδιάζω με τα αναγκαία):

εξοπλίζω με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский