Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξασκημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξασκημέν|ος <-η, -ο> [ɛksasciˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εξασκημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский