Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαγόμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαγόμενο [ɛksaˈɣɔmɛnɔ] SUBST ουδ

1. εξαγόμενο (συμπέρασμα):

εξαγόμενο

2. εξαγόμενο (αποτέλεσμα):

εξαγόμενο
Ergebnis ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский