Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξέχω [ɛˈksɛxɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

1. εξέχω (από άνοιγμα):

εξέχω

2. εξέχω μτφ (ξεχωρίζω):

εξέχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский