Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξ|άπτω <-ήψα, -άφτηκα, -ημμένος> [ɛˈksaptɔ] VERB μεταβ

1. εξάπτω (πόθο, αγάπη):

εξάπτω

2. εξάπτω (φαντασία):

εξάπτω

3. εξάπτω (περιέργεια):

εξάπτω

4. εξάπτω (ενδιαφέρον):

εξάπτω

II . εξάπτομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский