Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντυπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εντυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛndiˈpɔnɔ] VERB μεταβ (ώστε να μείνει ανάγλυφο)

εντυπώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский