Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντοίχιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντοίχισ|η <-εις> [ɛnˈdiçisi] SUBST θηλ

1. εντοίχιση (αναμνηστικής πλάκας):

εντοίχιση
Einmauerung θηλ

2. εντοίχιση (επίπλου, συσκευής):

εντοίχιση
Einbau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский