Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενοχλητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):

ενοχλητικός

2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):

ενοχλητικός

3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):

ενοχλητικός

4. ενοχλητικός (άνθρωπος: που μόνο ενοχλεί, ανεπιθύμητος):

τι ήθελε κι αυτός ο ενοχλητικός τώρα εδώ πέρα!

Παραδειγματικές φράσεις με ενοχλητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский