Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενοικιάζω , ενοίκιο , ξενοικιάζω , ενοικίαση , υπενοικιάζω και ενοικιαστής

ενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

1. ενοικιάζω (μισθώνω):

ενοίκιο [ɛˈniciɔ] SUBST ουδ

ξενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

ενοικίασ|η <-εις> [ɛniˈciasi] SUBST θηλ

1. ενοικίαση (μίσθωση):

Mietung θηλ
Mieten ουδ

ενοικιαστής (ενοικιάστρια) [ɛnicasˈtis, ɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский