Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενισχυτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενισχυτικό [ɛnisçitiˈkɔ] SUBST ουδ

ενισχυτικό
Verstärker αρσ
ενισχυτικό γεύσης

Παραδειγματικές φράσεις με ενισχυτικό

ενισχυτικό γεύσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский