I . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] ΕΠΊΘ
2. ενήλικος ΝΟΜ (που έκλεισε τα 18):
II . ενήλικ|ος <-η, -ο> [ɛˈnilikɔs] SUBST αρσ/θηλ
1. ενήλικος (αυτός που δεν είναι πια παιδί):
-
Erwachsene(r) mf
2. ενήλικος ΝΟΜ (αυτός που έκλεισε τα 18):
-
Volljährige(r) mf