Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελκυστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελκυστικ|ός <-ή, -ό> [ɛlcistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ελκυστικός (εμφάνιση, τιμή):

ελκυστικός

2. ελκυστικός (χαμόγελο, τρόπος):

ελκυστικός

3. ελκυστικός (προσφορά):

ελκυστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский