Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελεημοσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελεημοσύνη [ɛlɛimɔˈsini] SUBST θηλ

1. ελεημοσύνη (μικρή βοήθεια):

ελεημοσύνη
Almosen ουδ

2. ελεημοσύνη (έλεος):

ελεημοσύνη
Erbarmen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский