Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτρωματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτρωματικ|ός <-ή, -ό> [ɛktrɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκτρωματικός (αναφερόμενος στην έκτρωση):

εκτρωματικός
Abtreibungs-

2. εκτρωματικός (τερατώδης):

εκτρωματικός
Monster-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский