Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτραχύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτραχύ|νω <-να, -νθηκα, -μένος> [ɛktraˈçinɔ] VERB μεταβ

1. εκτραχύνω (χειροτερεύω):

εκτραχύνω

2. εκτραχύνω (οξύνω: συζήτηση κτλ):

εκτραχύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский