Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπρόθεσμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπρόθεσμ|ος <-η, -ο> [ɛkˈprɔθɛzmɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπρόθεσμος (που πρέπει να γίνει ή να πληρωθεί):

εκπρόθεσμος

2. εκπρόθεσμος (που γίνεται μετά τη λήξη προθεσμίας):

εκπρόθεσμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский