Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκπαιδευτήριο , εκπαιδευτής και εκπαιδευτικός

εκπαιδευτήριο [ɛkpɛðɛfˈtiriɔ] SUBST ουδ

εκπαιδευτής (εκπαιδεύτρια) [ɛkpɛðɛfˈtis, ɛkpɛˈðɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εκπαιδευτής (εκπαιδεύτρια)
Ausbilder(in) αρσ (θηλ)

I . εκπαιδευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɛðɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπαιδευτικός (σχετικός με την παιδεία):

Bildungs-
Bildungswesen ουδ

2. εκπαιδευτικός (σχετικός με το μάθημα):

Lehr-
Lehrkräfte θηλ πλ
Lehrmaterial ουδ

II . εκπαιδευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpɛðɛftiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский