Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκρίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ε|κκρίνω <-ξέκρινα, -κκρίθηκα, -κκριμένος> [ɛˈkrinɔ] VERB μεταβ

εκκρίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский