Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκίνηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκίνησ|η <-εις> [ɛˈcinisi] SUBST θηλ

1. εκκίνηση (για ταξίδι):

εκκίνηση
Aufbruch αρσ

2. εκκίνηση (αρχή) ΑΘΛ:

εκκίνηση
Start αρσ
είμαι έτοιμος για εκκίνηση
κάνω καλή εκκίνηση
Ausgangspunkt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εκκίνηση

κάνω καλή εκκίνηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский