Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκδικιέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκδι|κούμαι [ɛkðiˈkumɛ], εκδι|κιέμαι [ɛkðiˈcɛmɛ] <-κήθηκα, -κημένος> VERB αποθ ρήμα μεταβ

II . εκδι|κούμαι [ɛkðiˈkumɛ], εκδι|κιέμαι [ɛkðiˈcɛmɛ] <-κήθηκα, -κημένος> VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский