Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „είδος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

είδος [ˈiðɔs] SUBST ουδ

2. είδος (σε εμπορικό κατάλογο, εμπορεύματα):

είδος
Artikel αρσ
είδος
Waren θηλ πλ
Sportartikel αρσ πλ
Lederwaren θηλ πλ
Metallwaren θηλ πλ
Haushaltswaren θηλ πλ
Bürobedarf αρσ ενικ
Gebrauchsartikel αρσ πλ
Luxusartikel αρσ πλ
Porzellanwaren θηλ πλ
είδη ουδ πλ σπιτιού
Haushaltswaren θηλ πλ
Reisebedarf αρσ ενικ

3. είδος ΖΩΟΛ:

είδος
Art θηλ
geschützte Art θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский