Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωρητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωρητής (δωρήτρια) [ðɔriˈtis, ðɔˈritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. δωρητής (που προσφέρει δωρεά):

δωρητής (δωρήτρια)
Spender(in) αρσ (θηλ)
Organspender(in) αρσ (θηλ)
δωρητής νεφρών
Nierenspender(in) αρσ (θηλ)

2. δωρητής (που προσφέρει δώρο σε κάποιον οργανισμό):

δωρητής (δωρήτρια)
Stifter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με δωρητής

δωρητής νεφρών
Nierenspender(in) αρσ (θηλ)
Organspender(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский