Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσφημώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσφημ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðisfiˈmɔ] VERB μεταβ

δυσφημώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский