Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσλειτουργία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσλειτουργία [ðisliturˈjia] SUBST θηλ

δυσλειτουργία
Fehlfunktion θηλ
σωματική δυσλειτουργία

Παραδειγματικές φράσεις με δυσλειτουργία

σωματική δυσλειτουργία
στυτική δυσλειτουργία/διαταραχή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский