Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διπλοψηφίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διπλοψηφί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiplɔpsiˈfizɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

διπλοψηφίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский