Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διορί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. διορίζω (αναθέτω υπηρεσία):

2. διορίζω (τοποθετώ σε θέση):

διορίζω

3. διορίζω (προσδιορίζω):

διορίζω

Παραδειγματικές φράσεις με διορίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский