Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικτυακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικτυακ|ός <-ή, -ό> [ðiktiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δικτυακός (για δίκτυο, γενικά):

δικτυακός
Netz-

2. δικτυακός (σχετιζόμενος με δίκτυο υπολογιστών):

δικτυακός
Netzwerk-

3. δικτυακός (του διαδικτύου):

δικτυακός
Internet-, Web-
δικτυακός τόπος
Website θηλ
Webseiten θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με δικτυακός

δικτυακός τόπος
Website θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский