Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διημερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διημερ|εύω <-ευσα> [ðiimɛˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

1. διημερεύω (περνώ τη μέρα):

διημερεύω

2. διημερεύω (νοσοκομείο κτλ):

διημερεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский