Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διευθετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διευθετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiɛfθɛˈtɔ] VERB μεταβ (μια διαφορά)

διευθετώ
διευθετώ ένα παράπονο

Παραδειγματικές φράσεις με διευθετώ

διευθετώ ένα παράπονο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский