Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφυγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφυγή [ðiafiˈji] SUBST θηλ

1. διαφυγή (του δράστη κτλ):

διαφυγή
Flucht θηλ
διαφυγή κεφαλαίων
Kapitalflucht θηλ

2. διαφυγή (αερίου, υγρού):

διαφυγή
Entweichung θηλ
διαφυγή αερίου

Παραδειγματικές φράσεις με διαφυγή

διαφυγή κεφαλαίων
διαφυγή αερίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский