Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ατρέφω <-έθρεψα, -ατράφηκα, -αθρεμμένος> [ðiaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ (οικογένεια)

διατρέφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский