Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ατάσσω <-έταξα, -ατάχτηκα, -α(τε)ταγμένος> [ðiaˈtasɔ] VERB μεταβ

1. διατάσσω (τοποθετώ σε ορισμένη τάξη):

διατάσσω

2. διατάσσω (διατάζω):

διατάσσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский