Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπραγματευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαπραγματευτής (διαπραγματεύτρια) [ðiapraɣmatɛfˈtis, ðiapraɣmaˈtɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΠΟΛΙΤ

διαπραγματευτής (διαπραγματεύτρια)
Unterhändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский