Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαλογίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαλογί|ζομαι <-στηκα> [ðialɔˈjizɔmɛ] VERB αμετάβ

διαλογίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский