Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: διακοσμητική , διακοσμητής και διακοσμητικός

διακοσμητής (διακοσμήτρια) [ðiakɔzmiˈtis, ðiakɔzˈmitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διακοσμητής (διακοσμήτρια)
Dekorateur(in) αρσ (θηλ)

διακοσμητική [ðiakɔzmitiˈci] SUBST θηλ

διακοσμητικ|ός <-ή, -ό> [ðiakɔzmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский